στρατοπεδεύω

στρατοπεδεύω
V 7-0-0-1-2=10 Gn 12,9; Ex 13,20; 14,2(bis).10
to encamp Gn 12,9; to march out to camp Dt 1,40
Cf. DOGNIEZ 1992 66.121; LE BOULLUEC 1989, 164; WEVERS 1990 205.214; 1995 23-24
(→ἀναστρατοπεδεύω, ἐπιστρατοπεδεύω, καταστρατοπεδεύω,,)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στρατοπεδεύω — στρατοπεδεύω, στρατοπέδευσα, στρατοπεδευμένος βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στρατοπεδεύω — ΝΜΑ [στρατόπεδο(ν)] καταλύω, εγκαθίσταμαι σε στρατόπεδο (α. «η μονάδα στρατοπέδευσε στους γειτονικούς λόφους» β. «ὑπαίθριοι δ ἔξω ἐστρατοπεδεύετε», Ξεν.) αρχ. 1. σταθμεύω προσωρινά σε έναν τόπο 2. μέσ. στρατοπεδεύομαι α) (για στόλο) παραμένω σε… …   Dictionary of Greek

  • στρατοπεδεύω — στρατοπέδευσα, στρατοπεδευμένος, μένω σε στρατόπεδο: Στρατοπέδευσαν σε κατάλληλο τόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατοπεδεύετε — στρατοπεδεύω encamp pres imperat act 2nd pl στρατοπεδεύω encamp pres ind act 2nd pl στρατοπεδεύω encamp imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδευομένων — στρατοπεδεύω encamp pres part mp fem gen pl στρατοπεδεύω encamp pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδευσαμένων — στρατοπεδεύω encamp aor part mid fem gen pl στρατοπεδεύω encamp aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδευσάντων — στρατοπεδεύω encamp aor part act masc/neut gen pl στρατοπεδεύω encamp aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδευόμεθα — στρατοπεδεύω encamp pres ind mp 1st pl στρατοπεδεύω encamp imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδευόμενον — στρατοπεδεύω encamp pres part mp masc acc sg στρατοπεδεύω encamp pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδευόντων — στρατοπεδεύω encamp pres part act masc/neut gen pl στρατοπεδεύω encamp pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδεύει — στρατοπεδεύω encamp pres ind mp 2nd sg στρατοπεδεύω encamp pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”